- τυρφώνας
- [-ων (-ώνος)] ο залежи торфа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυρφώνας — ο, Ν 1. κοίτασμα τύρφης 2. μέρος όπου σχηματίζεται ή φυλάσσεται η τύρφη την οποία εξάγουν από τα έλη 3. (γεωλ. οικολ.) τύπος υγροβιότοπου που χαρακτηρίζεται από σπογγώδες, ελάχιστα αποστραγγιζόμενο τυρφικό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη + επίθημα… … Dictionary of Greek